μελιτζανόπιτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μελιτζανόπιτα < μελιτζάν(α) + -ό- + -πιτα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελιτζανόπιτα θηλυκό
- (γαστρονομία): σφολιάτα με μελιτζάνες
- πίτα με γέμιση μελιτζάνες, τυρί και κρεμμύδια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελιτζανόπιτα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πιτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)