μελόνερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μελόνερο | τα | μελόνερα |
γενική | του | μελόνερου | των | μελόνερων |
αιτιατική | το | μελόνερο | τα | μελόνερα |
κλητική | μελόνερο | μελόνερα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μελόνερο ουδέτερο και νερόμελο στη Σαντορίνη και γαρόμελο στην Ήπειρο
- χλιαρό νερό στο οποίο διαλύεται συνήθως μια κουταλιά μέλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελόνερο
|