μεμέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μεμέτης | οι | μεμέτηδες |
γενική | του | μεμέτη | των | μεμέτηδων |
αιτιατική | τον | μεμέτη | τους | μεμέτηδες |
κλητική | μεμέτη | μεμέτηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεμέτης αρσενικό
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο, μειωτικό) ο Τούρκος, ο μωαμεθανός
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- απαντά και ο μειωτικός / ειρωνικός πληθυντικός μεμέτια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Μωάμεθ
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεμέτης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)