μερινό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μερινό τα μερινά
      γενική του μερινού των μερινών
    αιτιατική το μερινό τα μερινά
     κλητική μερινό μερινά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μερινό < γαλλική mérinos[1] < ισπανική merino < υστερολατινική maiōrīnus < λατινική maiōr, συγκριτικός βαθμός του magnus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.ɾiˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐ρι‐νό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μερινό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]