μερολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μερολογία | οι | μερολογίες |
γενική | της | μερολογίας | των | μερολογιών |
αιτιατική | τη | μερολογία | τις | μερολογίες |
κλητική | μερολογία | μερολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
- μερολογία < μέρ(ος) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική merology
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μερολογία θηλυκό συνήως στον ενικό (νεολογισμός)
- (φιλοσοφία) το πεδίο μελέτης των συστατικών και του τρόπο συσχετισμού τους με το όλον
- η μερική περιγραφή, η αποσπασματικότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)