μερσερισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μερσερισμός < γαλλική mercerisage, από το όνομα του Άγγλου Τζον Μέρσερ (John Mercer) που τον ανακάλυψε
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μερσερισμός αρσενικό
- τεχνική εμβαπτίσματος βαμβακερών νημάτων σε διάλυμα καυστικής σόδας για να αποκτήσουν στιλπνότητα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μερσερισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)