μεσκίνης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσκίνης οι μεσκίνηδες
      γενική του μεσκίνη των μεσκίνηδων
    αιτιατική τον μεσκίνη τους μεσκίνηδες
     κλητική μεσκίνη μεσκίνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεσκίνης < (άμεσο δάνειο) ιταλική meschino < αραβική مسكين (miskīn) < ακκαδική muškēnu

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεσκίνης αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]