μεσόπορτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /meˈso.poɾ.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σό‐πορ‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεσόπορτα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσόπορτα
|