μεταχρονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταχρονισμός αρσενικό
- η παρουσίαση κάποιων στοιχείων, πραγμάτων, φαινομένων κ.λπ. σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, με διαφορά χρονικής φάσης
- ※ Παλαιότερα που στον υπολογισμό των ψυκτικών φορτίων δεν λαμβάνονταν υπόψη ο μεταχρονισμός το αποτέλεσμα ήταν να προκύπτουν μεγάλα φορτία, γεγονός που οδηγούσε σε αδικαιολόγητα μεγάλες εγκαταστάσεις και εξοπλισμούς. Άρα και σε υψηλό κόστος εγκατάστασης. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταχρονισμός
|