μηχανογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μηχανορραφία, μηχανογράφηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηχανογραφία οι μηχανογραφίες
      γενική της μηχανογραφίας των μηχανογραφιών
    αιτιατική τη μηχανογραφία τις μηχανογραφίες
     κλητική μηχανογραφία μηχανογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηχανογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική mécanographie < αρχαία ελληνική μηχανή + γράφω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηχανογραφία θηλυκό

  1. η χρήση μηχανών γραφείου σε γραφείο καθώς και η σχετική επιμελητεία για την προμήθεια του σχετικού εξοπλισμού
  2. άλλη μορφή του μηχανογράφηση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]