μιαρότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μιαρότης αἱ μιαρότητες
      γενική τῆς μιαρότητος τῶν μιαροτήτων
      δοτική τῇ μιαρότητ ταῖς μιαρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν μιαρότητ τὰς μιαρότητᾰς
     κλητική ! μιαρότης μιαρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μιαρότητε
γεν-δοτ τοῖν  μιαροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μιαρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μιαρό(ς) + -της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μιαρότης, -ητος θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]