μικροελεγκτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροελεγκτής < αγγλική microcontroller . Μορφολογικά αναλύεται σε μικρο- + ελεγκτής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροελεγκτής αρσενικό
- (ηλεκτρονική) προγραμματιζόμενο ολοκληρωμένο κύκλωμα, με επεξεργαστή και μνήμη για την εκτέλεση συγκεκριμένων εργασιών
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροελεγκτής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)