μικροναυπηγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροναυπηγός < μικρο- + ναυπηγός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.kɾo.naf.piˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρο‐ναυ‐πη‐γός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροναυπηγός αρσενικό
- (ναυπηγικός όρος, επάγγελμα) ο κατασκευαστής μακετών πλοίων μικρής κλίμακας, που είναι συχνά αντίγραφα πραγματικών πλοίων
- ※ Εκεί συναντηθήκαμε με τον μικροναυπηγό του νησιού μας, που έχει φιλοτεχνήσει και ένα σημαντικό όγκο των εκθεμάτων του Μουσείου (skiathoslife.gr, 7 Νοεμβρίου 2021 ανακτήθηκε στις 25/12/2021 [1])
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ναυπηγός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροναυπηγός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυπηγικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)