μικροτάξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροτάξη | οι | μικροτάξεις |
γενική | της | μικροτάξης* | των | μικροτάξεων |
αιτιατική | τη | μικροτάξη | τις | μικροτάξεις |
κλητική | μικροτάξη | μικροτάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροτάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροτάξη < μικρο- + τάξη (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική parvordo • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροτάξη θηλυκό
- (ταξινομία) η μικρότερη υποδιαίρεση της ταξινομικής βαθμίδας της τάξης
- άλλες μορφές: μικρόταξη (με αναβιβασμό τόνου)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μικρο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ταξινομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)