μικρόζωο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μικρόζωο | τα | μικρόζωα |
γενική | του | μικρόζωου | των | μικρόζωων |
αιτιατική | το | μικρόζωο | τα | μικρόζωα |
κλητική | μικρόζωο | μικρόζωα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικρόζωο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικρόζωο
|