μιστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μιστός | οι | μιστοί |
γενική | του | μιστού | των | μιστών |
αιτιατική | τον | μιστό | τους | μιστούς |
κλητική | μιστέ | μιστοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μιστός < μισθός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μιστός αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του μισθός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μιστός
|