μνᾶ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
μναα-, μνα- > μνᾶ | |||||
ονομαστική | ἡ | μνάᾱ > μνᾶ | αἱ | μνάαι > μναῖ | |
γενική | τῆς | μνάᾱς > μνᾶς | τῶν | μναῶν > μνῶν | |
δοτική | τῇ | μνάᾳ > μνᾷ | ταῖς | μνάαις > μναῖς | |
αιτιατική | τὴν | μνάᾱν > μνᾶν | τὰς | μνάᾱς > μνᾶς | |
κλητική ὦ! | μνάᾱ > μνᾶ | μνάαι > μναῖ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μνάᾱ > μνᾶ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | μνάαιν > μναῖν | |||
1η κλίση, ομάδα 'Ναυσικάα μνᾶ', Κατηγορία 'μνᾶ' όπως «μνᾶ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μνᾶ < (άμεσο δάνειο) σημιτικής προέλευσης πιθανόν μέσω της φοινικική ς. Δείτε επίσης, εβραϊκή ? (mānē), ουγκαριτική ? (mn), ακκαδική 𒈠𒉡𒌑 (manû).[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μνᾶ θηλυκό
- (μονάδα μέτρησης) μονάδα βάρους
- (νόμισμα) η μνα, ίση με 100 αττικές δραχμές
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ μνα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- μνᾶ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μνᾶ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'Ναυσικάα μνᾶ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'μνᾶ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μνᾶ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις περισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Δάνεια από σημιτικές γλώσσες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σημιτικές γλώσσες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φοινικικά (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσα γραφή (εβραϊκά)
- Ελλείπουσα γραφή (ουγκαριτικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μονάδες μέτρησης (αρχαία ελληνικά)
- Νομίσματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)