μοναδικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοναδικότητα οι μοναδικότητες
      γενική της μοναδικότητας των μοναδικοτήτων
    αιτιατική τη μοναδικότητα τις μοναδικότητες
     κλητική μοναδικότητα μοναδικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοναδικότητα < μοναδικ(ός) + -ότητα [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mo.na.ðiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐να‐δι‐κό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μοναδικότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του να είναι κάποιος μοναδικός
    η μοναδικότητα του έργου τέχνης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]