μορφοσύνταξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μορφοσύνταξη οι μορφοσυντάξεις
      γενική της μορφοσύνταξης* των μορφοσυντάξεων
    αιτιατική τη μορφοσύνταξη τις μορφοσυντάξεις
     κλητική μορφοσύνταξη μορφοσυντάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μορφοσυντάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μορφοσύνταξη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική morphosyntax < αρχαία ελληνική μορφή + σύνταξις < συντάσσω < τάσσω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μορφοσύνταξη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]