μουστάκιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουστάκιον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μουστάκιον < αρχαία ελληνική μύσταξ, μυστακ- + -ιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μουστάκιον ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

θέμα με μυστακ-

Μεγεθυντικά[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα με μυστακ-

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μουστάκιον τὰ μουστάκι
      γενική τοῦ μουστακίου τῶν μουστακίων
      δοτική τῷ μουστακί τοῖς μουστακίοις
    αιτιατική τὸ μουστάκιον τὰ μουστάκι
     κλητική ! μουστάκιον μουστάκι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μουστακίω
γεν-δοτ τοῖν  μουστακίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουστάκιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μύσταξ, μυστακ- + -ιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μουστάκιον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]