μουφλουζέλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουφλουζέλης < μουφλούζ(ης) + -έλης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουφλουζέλης αρσενικό μουφλούζης
- χαρακτηρισμός που αποδιδόταν προπολεμικά, και ιδιαίτερα στον Πειραιά, σε άτομο χρεωκοπημένο και γενικά ανεπρόκοπο, εξ ου και η έκφραση: "του μουφλούζη τα κατάντια"
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουφλουζέλης
|