μούρη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μούρη οι μούρες
      γενική της μούρης
    αιτιατική τη μούρη τις μούρες
     κλητική μούρη μούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μούρη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μούρη < ιταλική murri, πληθυντικός αριθμός του murro (διαλεκτικό, μουσούδι) < δημώδης λατινική *murrum (μουσούδα, ρύγχος)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μούρη θηλυκό

  1. (συνήθως μειωτικό) το ανθρώπινο πρόσωπο
     συνώνυμα: μούτρο, φάτσα
  2. (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) το μπροστά μέρος οχημάτων ή αντικειμένων

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]