μπίμπασης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπίμπασης οι μπιμπάσηδες
      γενική του μπίμπαση των μπιμπάσηδων
    αιτιατική τον μπίμπαση τους μπιμπάσηδες
     κλητική μπίμπαση μπιμπάσηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπίμπασης < (άμεσο δάνειο) τουρκική binbaşı + -ης < bin (χίλιοι) + baş (κεφάλι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπίμπασης αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • binbashi στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  • binbaşı στην τουρκική Βικιπαίδεια Λήμμα στην τουρκική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]