μπαλκονάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαλκονάκι | τα | μπαλκονάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπαλκονάκι | τα | μπαλκονάκια |
κλητική | μπαλκονάκι | μπαλκονάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαλκονάκι < υποκοριστικό του μπαλκόνι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαλκονάκι ουδέτερο
- μικρό μπαλκόνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπαλκονάκι
|