μπεντονίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπεντονίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) άργιλος που περιέχει κυρίως σμεκτίτη και χρησιμοποιείται στη βιομηχανία