μποντιμπιλντεράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μποντιμπιλντεράς < (άμεσο δάνειο) αγγλική bodybuilder + -άς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μποντιμπιλντεράς αρσενικό
- αυτός που συντηρεί υπερτροφικούς μύες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μποντιμπιλντεράς