μποϊκοτάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μποϊκοτάρισμα < μποϊκοτάρω + -ισμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μποϊκοτάρισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μποϊκοτάρω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μποϊκοτάζ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μποϊκοτάρισμα
|