νέραϊδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: νεράιδος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νέραϊδος οι νέραϊδοι
      γενική του νέραϊδου των νέραϊδων
    αιτιατική τον νέραϊδο τους νέραϊδους
     κλητική νέραϊδε νέραϊδοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νέραϊδος < νεράιδα + -ος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νέραϊδος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]