ναιμεναλλάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ναιμεναλλάς < ναι + μεν + αλλά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ναιμεναλλάς αρσενικό
- αυτός που δήθεν καταδικάζει κάποιον/κάτι, ενώ ταυτόχρονα τον/το δικαιολογεί
- ※ Κακώς δείρανε έναν βουλευτή, αλλά φταίει και το Μνημόνιο. Κακώς διαλύσανε μια εκδήλωση, αλλά φταίνε και οι ομιλητές. Κακώς χτίσανε έναν καθηγητή στο γραφείο του, αλλά ήταν κι αυτός προκλητικός. Ο ... κάνει ένα βήμα παραπάνω. Ο ... δεν είναι ένας απλός «ναιμεναλλάς». Προσθέτει και έναν χαρακτηρισμό για το θύμα. ([Αγιογραφίες] Φανατισμός, εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 17/3/2017 [1])
- ※ Οποιος επιχειρήσει να διαλεχθεί εντίμως, μετριοπαθώς, ορθολογικά, να αξιολογήσει επιχειρήματα, όψεις και αποχρώσεις, να αναγνωρίσει ίσως και 2 σωστά στα 20 λάθος της κυβέρνησης, καταγγέλλεται ως ασπόνδυλος μειοδότης και εξωνημένος «ναιμεναλλάς» (ναι-μεν-αλλά) (Αγιατολάδες και ναιμεναλλάδες, 29/04/2018, εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ [2])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναιμεναλλάς
|