ναρκέμπορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναρκέμπορας οι ναρκέμπορες
      γενική του ναρκέμπορα των ναρκεμπόρων
    αιτιατική τον ναρκέμπορα τους ναρκέμπορες
     κλητική ναρκέμπορα ναρκέμπορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναρκέμπορας (νεολογισμός) < ναρκ(έμπορος) + -έμπορας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /naɾˈcem.bo.ɾas/ & /naɾˈce.bo.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναρ‐κέ‐μπο‐ρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναρκέμπορας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]