νεοκαπιταλισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοκαπιταλισμός < νεο- + καπιταλισμός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική néocapitalisme (νόθο σύνθετο)[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεοκαπιταλισμός αρσενικό
- (πολιτική, οικονομία φάση του καπιταλισμού μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με χαρακτηριστικά, τη διασπορά των μετοχών των επιχειρήσεων σε πολλούς μετόχους, την έμφαση στην τεχνολογία, και γενικότερα το συνδυασμό με άλλες οικονομικές θεωρίες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοκαπιταλισμός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)