νεραϊδοβασίλισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νεραϊδοβασίλισσα οι νεραϊδοβασίλισσες
      γενική της νεραϊδοβασίλισσας των νεραϊδοβασιλισσών
    αιτιατική τη νεραϊδοβασίλισσα τις νεραϊδοβασίλισσες
     κλητική νεραϊδοβασίλισσα νεραϊδοβασίλισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νεραϊδοβασίλισσα < νεράιδ(α) + -ο- + βασίλισσα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ne.ɾai̯.ðo.vaˈsi.li.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ραϊ‐δο‐βα‐σί‐λισ‐σα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νεραϊδοβασίλισσα θηλυκό

  • (λογοτεχνικό) η βασίλισσα των νεράιδων
    ※  Σαν πεντάμορφη, σαν την κυρα-Κάλω / τη νεραϊδοβασίλισσα, κι η Ειρήνη. / Σαν υπέρλευκο κρίνο τρισμεγάλο / την ώρα που ένας άγγελος το δίνει / της Παναγιάς. Γραμμένα στην ποδιά της / —τέχνη θεϊκιά που δε θα ξαναγίνει— (Κωστής Παλαμάς, Σατιρικά γυμνάσματα, δεύτερη σειρά, ποίημα 14, @greek-language.gr)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • νεραϊδοβασίλισσα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)