νεροφόρημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεροφόρημα < μεσαιωνική ελληνική νεροφόρημα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεροφόρημα ουδέτερο
- η μεταφορά του νερού σε κανάτες στους ώμους, το νεροκουβάλημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεροφόρημα
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεροφόρημα < νεροφόρημαν < νερό και φόρημαν < ( αρχαία ελληνική φόρημα < φέρω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεροφόρημα ουδέτερο
- το νεροκουβάλημα, η μεταφορά του νερού στους ώμους με ζυγάρι, ξύλο από το οποίο κρέμονταν δύο κανάτια
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)