νερόπιασμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νερόπιασμα τα νεροπιάσματα
      γενική του νεροπιάσματος των νεροπιασμάτων
    αιτιατική το νερόπιασμα τα νεροπιάσματα
     κλητική νερόπιασμα νεροπιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νερόπιασμα < νερό + πιάσμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /neˈɾo.pça.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ρό‐πια‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νερόπιασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.