νοικοκυροσύνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νοικοκυροσύνη οι νοικοκυροσύνες
      γενική της νοικοκυροσύνης των νοικοκυροσυνών
    αιτιατική τη νοικοκυροσύνη τις νοικοκυροσύνες
     κλητική νοικοκυροσύνη νοικοκυροσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοικοκυροσύνη < νοικοκύρης + -οσύνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νοικοκυροσύνη θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η προθυμία στην ενασχόληση με το νοικοκυριό και τις δουλειές του σπιτιού και η άρτια εκτέλεσή τους
  2. (μεταφορικά) η σύνεση στη διαχείριση των ιδιωτικών ή δημοσίων οικονομικών ή άλλων υποθέσεων
    ※  Η Θράκη μάς δίνει παράδειγμα αυτάρκειας, σοφίας και νοικοκυροσύνης (www.kathimerini.gr, 11.02.2022

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]