νοομαντεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοομαντεία < νους (< αρχαία ελληνική νόος) + -ο- + μαντεία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νοομαντεία θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοομαντεία