ξανθομπούμπουρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ξανθομπούμπουρας | οι | ξανθομπούμπουρες |
γενική | του | ξανθομπούμπουρα | των | ξανθομπούμπουρων |
αιτιατική | τον | ξανθομπούμπουρα | τους | ξανθομπούμπουρες |
κλητική | ξανθομπούμπουρα | ξανθομπούμπουρες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξανθομπούμπουρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξανθομπούμπουρας αρσενικό
- (κοροϊδευτικά) ο ξανθός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξανθομπούμπουρας
|