ξεκοιλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεκοιλιάζω < μεσαιωνική ελληνική ξεκοιλιάζω < ξε- + κοιλιά < αρχαία ελληνική κοιλία

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεκοιλιάζω, πρτ.: ξεκοίλιαζα, στ.μέλλ.: θα ξεκοιλιάσω, αόρ.: ξεκοίλιασα, παθ.φωνή: ξεκοιλιάζομαι, μτχ.π.π.: ξεκοιλιασμένος

  1. χτυπώ με μαχαίρι ή άλλο όργανο κάποιον στην κοιλιά και του προκαλώ τραύμα τόσο πολύ μεγάλο, ώστε να φανούν τα εντόσθιά του
  2. (μεταφορικά) σχίζω πολύ άσχημα το εξωτερικό κάλυμμα ενός αντικειμένου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]