ξυλεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξυλεία | οι | ξυλείες |
γενική | της | ξυλείας | — | |
αιτιατική | την | ξυλεία | τις | ξυλείες |
κλητική | ξυλεία | ξυλείες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. πιο εύχρηστο στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξυλεία < ελληνιστική κοινή ξυλεία < ξυλεύω < αρχαία ελληνική ξύλον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυλεία θηλυκό
- το ξύλο ως πρώτη ύλη για οικοδομή, έργα τέχνης, ως καύσιμο κ.λπ.
- ※ Το αστρονομικό ποσό των 65 εκατομμυρίων ευρώ δαπανά κάθε χρόνο η χώρα μας σε συνάλλαγμα για εισαγωγή ξυλείας υψηλής ποιότητας, σε σημείο ν' αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη δαπάνη, μετά τα πετρελαιοειδή, τα γαλακτοκομικά και το κρέας! Η ετήσια παραγωγή εγχώριας ξυλείας ανέρχεται σε 390.000 κυβικά μέτρα περίπου, ενώ οι εισαγωγές ξυλείας σε 3.660.000 κυβικά μέτρα περίπου ετησίως. Σημαντικό κομμάτι των εισαγωγών, περίπου 170.000 κυβικά μέτρα, αφορά ξυλεία επιπλοποιίας. (εφ. Ελευθεροτυπία, 09.04.2013)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)