ξύγαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξύγαλο | τα | ξύγαλα |
γενική | του | ξύγαλου | των | ξύγαλων |
αιτιατική | το | ξύγαλο | τα | ξύγαλα |
κλητική | ξύγαλο | ξύγαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξύγαλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξύγαλο ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη ξυνόγαλα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ξίγαλα (ποικιλία τυριού) στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξύγαλο