ογκηθμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ογκηθμός | οι | ογκηθμοί |
γενική | του | ογκηθμού | των | ογκηθμών |
αιτιατική | τον | ογκηθμό | τους | ογκηθμούς |
κλητική | ογκηθμέ | ογκηθμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ογκηθμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀγκηθμός < ὀγκάομαι/ὀγκῶμαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oŋ.ɟiθˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐γκηθ‐μός
- παλιότερος συλλαβισμός : ογ‐κη‐θμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ογκηθμός αρσενικό
- (λόγιο, φωνή ζώου) γκάρισμα
- ※ Οἱ ὀγκηθμοὶ τῶν ὄνων καὶ τῶν ὑπαιθρίων ρητόρων εἰσί μελῳδικώτεροι τοῦ συνήθους ὅταν ἐπίκειται βροχή. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Φωνές ζώων (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)