ογκηθμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀγκηθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ογκηθμός οι ογκηθμοί
      γενική του ογκηθμού των ογκηθμών
    αιτιατική τον ογκηθμό τους ογκηθμούς
     κλητική ογκηθμέ ογκηθμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ογκηθμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀγκηθμός < ὀγκάομαι/ὀγκῶμαι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /oŋ.ɟiθˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐γκηθ‐μός
παλιότερος συλλαβισμός: ογ‐κη‐θμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ογκηθμός αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]