οζονοθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οζονοθεραπεία < όζον + θεραπεία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ozonetherapy
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οζονοθεραπεία αρσενικό
- (ιατρική) (νεολογισμός) θεραπεία με τη χρήση όζοντος, που αποσκοπεί να αυξήσει την ποσότητα οξυγόνου στο σώμα / αίμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οζονοθεραπεία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)