οθωμανισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οθωμανισμός αρσενικό
- (ιστορία) σύστημα που αποσκοπεί στη δημιουργία οθωμανικής εθνότητας και στην ένταξη σ’ αυτή διαφόρων εθνοτήτων, μουσουλμανικών και μη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- νεοοθωμανισμός
- νεοοθωμανιστής
- οθωμανιστής
- → δείτε τη λέξη Οθωμανός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οθωμανισμός