ομίχλη μεταφοράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομίχλη μεταφοράς | οι | ομίχλες μεταφοράς |
γενική | της | ομίχλης μεταφοράς | των | ομιχλών μεταφοράς |
αιτιατική | την | ομίχλη μεταφοράς | τις | ομίχλες μεταφοράς |
κλητική | ομίχλη μεταφοράς | ομίχλες μεταφοράς | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομίχλη μεταφοράς < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική advection fog → δείτε τις λέξεις ομίχλη και μεταφορά
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ομίχλη μεταφοράς θηλυκό
- (μετεωρολογία) τύπος ομίχλης που προκαλείται από τη διέλευση υγρού αέρα οριζόντια πάνω από σχετικά ψυχρότερη επιφάνεια και την επακόλουθη ψύξη αυτού του αέρα κάτω από το σημείο δρόσου[1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομίχλη μεταφοράς
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)