οντολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οντολόγος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οντολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- οπαδός, υποστηρικτής ή μελετητής της οντολογίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οντολόγος
|