οξυγονοκοπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οξυγονοκοπή < οξυγόν(ο) + -ο- + κοπή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική oxygen cutting[1])
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οξυγονοκοπή θηλυκό
- (τεχνολογία) η κοπή μετάλλου με οξυγονοκόφτη και χρήση φλόγας που συντηρείται με οξυγόνο και ασετυλίνη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ οξυγονοκοπή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)