ορθοφωτογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορθοφωτογραφία < ορθο- + φωτογραφία, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική orthophotography
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oɾ.θo.fo.to.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θο‐φω‐το‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορθοφωτογραφία θηλυκό
- (νεολογισμός) γεωμετρική διόρθωση αεροφωτογραφιών έτσι ώστε οι εμφανιζόμενες αποστάσεις να είναι ομοιόμορφες και να μπορούν να μετρηθούν ως χάρτης[1]
- ※ Πέραν των κτηματολογικών χαρτών, οι πολίτες μπορούν, επίσης, να πληροφορηθούν και για τη διαθεσιμότητα, καθώς και για τα τεχνικά χαρακτηριστικά (μεταδεδομένα), έγχρωμων ορθοφωτογραφίων και ψηφιακών μοντέλων εδάφους) τα οποία απεικονίζουν, κυρίως, χαρακτηριστικά της επιφανείας της γης (κάλυψη και ανάγλυφο) σε διάφορες κλίμακες (1:1.000, 1:5.000) και διάφορες χρονικές περιόδους (2007-2009, 2014-2015). (Ελληνικό Κτηματολόγιο: Πρόσβαση σε κτηματολογικούς χάρτες μέσω της γεωπύλης INSPIRE, Η Καθημερινή, 17 Σεπτεμβρίου 2020)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθοφωτογραφία
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ορθο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)