ορμάθιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορμάθιση οι ορμαθίσεις
      γενική της ορμάθισης* των ορμαθίσεων
    αιτιατική την ορμάθιση τις ορμαθίσεις
     κλητική ορμάθιση ορμαθίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορμαθίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορμάθιση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὁρμάθι(σις)[1] + -ση < ελληνιστική κοινή ὁρμᾰθίζω < αρχαία ελληνική ὁρμᾰθός < ὅρμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ορμάθιση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .

Πηγές[επεξεργασία]