ορφισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ορφισμός | οι | ορφισμοί |
γενική | του | ορφισμού | των | ορφισμών |
αιτιατική | τον | ορφισμό | τους | ορφισμούς |
κλητική | ορφισμέ | ορφισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορφισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική orphisme < Οrphée < λατινική Οrpheus < αρχαία ελληνική Ὀρφεύς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορφισμός αρσενικό
- (θρησκεία) αρχαία μυστηριακή λατρεία, που οι λάτρεις της πίστευαν ότι τη διαμόρφωσε ο Ορφέας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)