ορόγαλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oˈɾo.ɣa.la/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ορόγαλα ουδέτερο
- (γαστρονομία) το τυρόγαλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορόγαλα
|